Με λένε Μυρτώ. Τα παιδικά μου χρόνια τα ‘ζησα σ’ ένα σπίτι με ψηλά ταβάνια και σκάλα μαρμάρινη. Αύριο μπαίνω στα 34. Ζω σ’ ένα διαμέρισμα με περιορισμένο ακάλυπτο. Είναι όμως πάνω στη θάλασσα. Έτσι καμιά φορά γίνεται υπερωκειάνειο? και μοιραία φεύγω πάλι…
Μα εκείνοι που με φίλησαν στα μάτια μένουν πάντα εδώ. Σε παλιές κορνίζες και σε πρόχειρες κασέτες κιθάρα – φωνή. Άλλοι που είχαν τη γραμμή της ζωής μικρή κι άλλοι το φόβο της αγάπης θεριόν ανήμερο.
Λένε πως μοιάζω πιο μικρή απ’ ό,τι είμαι. Είναι γιατί τα ψέματα που μου είπαν δεν ήταν βρώμικα. Ήταν μονάχα τα ψέματα της παρηγοριάς, κι εγώ τα καλωσορίζω.
Γι’ αυτό κι αγάπησα πολύ τη θεία Λένα. Με τα παραμύθια της μεγάλωσαν τ’ αγόρια–εραστές μου και με προίκισαν αναμνήσεις τρισδιάστατες. Τα ψιθύριζαν λίγο πριν χαράξει και μ’ έπαιρνε ο ύπνος στα ιδρωμένα τους μπράτσα…
Η θεία Λένα δεν πέθανε. Ζει σ’ όλα εκείνα τα αξύριστα πρόσωπα που δεν έχω ακόμα ανταμώσει. Μόνο για λίγο πήγε να πλαγιάσει.
Γι’ αυτό σιγά… η θεία Λένα κοιμάται.
Είναι φορές που νιώθω πως η νύχτα απλώνει το μελανό χαλί της μόνο για μένα. Τότε πατάω πάνω και υποκλίνομαι στην πιο άχαρη μοναξιά…
Κι είναι πρωινά που ξυπνάω κι αστράφτω, όπως το ποτήρι στον ήλιο.